- επωάζω
- επώασα, επωάστηκα, επωασμένος, μτβ. και αμτβ.1. (για πουλιά), κάθομαι πάνω στα αβγά και τα ζεσταίνω για εκκόλαψη, κλωσώ, γονεύω.2. το παθ., επωάζομαι εκκολάπτομαι: Τα αβγά των κροκοδείλων επωάζονται από μόνα τους.3. μτφ., εξυφαίνω στα κρυφά, σκευωρώ, μηχανεύομαι: Επωάζεται συνωμοσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.